στατοσκόπιο

στατοσκόπιο
το, Ν
(μετεωρ.) όργανο για τη μελέτη απότομων ατμοσφαιρικών μεταβολών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. statoscope (< στατός + -σκόπιο < -σκόπος < σκέπτομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”